ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, PhD
    Μαιευτήρας Χειρούργος Γυναικολόγος
   Γυναικολογική Ογκολογία
   Λαπαροσκόπηση-Υστεροσκόπηση
   Κύηση υψηλού κινδύνου
   Προώθηση φυσιολογικού τοκετού
   Γυναικολογικός - Μαιευτικός
                  Υπέρηχος
  Κολποσκόπηση, Τεστ Παπ, 
  HPV-DNA test
  Υπογονιμότητα, IVF
       Τι λένε οι ασθενείς μας για μας...

ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΩΣ ΜΕΤΑΔΙΔΟΜΕΝΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ


Τα Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα ή αφροδίσια νοσήματα ονομάζονται ασθένειες ή μολύνσεις οι οποίες μεταδίδονται από άνθρωπο σε άνθρωπο μέσω της ανθρώπινης σεξουαλικής συμπεριφοράς, συμπεριλαμβανομένων του σεξ, του στοματικού σεξ και του πρωκτικού σεξ. Μολονότι η προφύλαξη είναι δυνατή και υπάρχουν πλέον αποτελεσματικές θεραπείες, τα αφροδίσια νοσήματα αποτελούν και σήμερα σοβαρό πρόβλημα.

ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΩΣ ΜΕΤΑΔΙΔΟΜΕΝΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Κατάταξη

Σύφιλη

Η σύφιλη προξενείτε από ένα μικρό βακτηρίδιο που ονομάζεται ωχρά σπειροχαίτη. Είναι ασθένεια χρόνιας διαδρομής που μπορεί να προσβάλλει όλα τα όργανα και συστήματα του οργανισμού. Στα γεννητικά όργανα προκαλεί το συφιλιδικό έλκος. Μεταδίδεται  με άμεση επαφή με τις βλάβες του δέρματος ή των βλεννογόνων και τις εκκρίσεις (σίελος, σπέρμα, κολπικά υγρά) μολυσμένου ατόμου κατά τη σεξουαλική επαφή, όταν υπάρχει λύση της συνέχειας του δέρματος ή του βλεννογόνου του υγιούς ατόμου, κατά το τοκετό στο νεογνό αλλά μπορεί επίσης να εμφανισθεί έπειτα από μετάγγιση αίματος. Διαγιγνώσκεται με την αναγνώριση του βακτηριδίου στο μικροσκόπιο ή με αιματολογικές εξετάσεις (VDRL). Σήμερα θεραπεύεται με την πενικιλίνη.

ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΩΣ ΜΕΤΑΔΙΔΟΜΕΝΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΩΣ ΜΕΤΑΔΙΔΟΜΕΝΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Σύφιλη
Βλενόρροια

Βλεννόρροια

Η βλεννόρροια/γονόρροια οφείλεται στο γονόκκοκο Ναισσέρια (Neisseria). Μεταδίδεται με κάθε είδους σεξουαλική επαφή. Στους άνδρες μπορεί να εμφανιστούν πυώδεις εκκρίσεις που εξέρχονται από την ουρήθρα. Στις γυναίκες μπορεί να εκδηλωθεί πόνος ή κάψιμο κατά την ούρηση, πυώδεις κολπικές εκκρίσεις και σε ένα 15% τα βακτηρίδια μπορούν να εξαπλωθούν στις σάλπιγγες προκαλώντας φλεγμονώδη νόσο της πυέλου και πιθανή μελλοντική στείρωση. Διαγιγνώσκεται εύκολα με την η καλλιέργεια του εκκρίματος της ουρήθρας και των κολπικών υγρών. Η θεραπεία είναι πολύ αποτελεσματική με αντιβιοτικά της οικογένειας των κεφαλοσπορινών. Μετά από την αρχική χορήγηση αντιβιοτικών πρέπει να ξαναγίνεται έλεγχος με καλλιέργεια γιατί μπορεί ο γονόκοκκοκος να είναι ανθεκτικός σε κάποια αντιβιοτικά. Η πρόληψη βασίζεται στη χρήση προφυλακτικού.


Έρπης γεννητικών οργάνων

Ο έρπης των γεννητικών οργάνων οφείλεται στον ιό του απλού έρπητα (Herpes Virus Hominis). Υπάρχουν 2 τύποι ιού έρπητα. Ο τύπος I που είναι πιο συχνός στα χείλη του στόματος και ο τύπος II που είναι πιο συχνός στα γεννητικά όργανα. Μεταδίδεται κυρίως με την άμεση σεξουαλική επαφή με μολυσμένα γεννητικά όργανα και έχει χρόνο επώασης 2-5 μέρες. Η καλύτερη πρόληψη είναι ασφαλώς η χρήση προφυλακτικού κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής. Εντούτοις η προστασία που δίνουν τα προφυλακτικά δεν είναι απόλυτη. Η περιοχή που πάσχει μπορεί να μην καλύπτεται από το προφυλακτικό κι έτσι ο έρπης μπορεί να μεταδοθεί στο άλλο άτομο. Ο έρπης των γεννητικών οργάνων μπορεί να μεταδοθεί και με το στοματικό σεξ. Σ’ αυτή την περίπτωση ευθύνεται για την ασθένεια ο έρπης 1 που προκαλεί τον επιχείλιο έρπη.
Συμπτώματα: Στην αρχή εμφανίζονται μικρές φυσαλίδες που σπάνε σε 24 ώρες σχηματίζοντας μικρά έλκη που συνοδεύονται με κνησμό και πόνο.
Συνήθως τα έλκη αυτά εξαφανίζονται μετά από
3-20 μέρες. Οι λεμφαδένες είναι διογκωμένοι και
συχνά επώδυνοι. Ο ιός εγκαθίσταται στα νεύρα της
περιοχής που έχει μολύνει όπου μπορεί να μείνει
κρυφός και αδρανής για χρόνια. Τα συμπτώματα
είναι πιθανό να εμφανίζονται από καιρό σε καιρό,
όταν το ανοσοποιητικό σύστημα δεν είναι ισχυρό.
Διαγιγνώσκεται κλινικά με την επισκόπηση των
δερματικών βλαβών και με εξετάσεις αίματος που
δείχνουν την ύπαρξη αντισωμάτων.
Έρπης γεννητικών οργάνων
Θεραπεία: Δυστυχώς δεν υπάρχει θεραπεία που να εκριζώνει τον έρπη από τον οργανισμό, δηλαδή η ασθένεια δεν θεωρείται ιάσιμη. Όταν ο έρπης εισχωρήσει στο σώμα, εγκαθίσταται για τα καλά στα νεύρα της περιοχής και δεν φεύγει ποτέ. Το μόνο που κάνουν τα φάρμακα είναι να μετριάζουν τα συμπτώματα και να ανακουφίζουν τον ασθενή, αλλά δεν τον θεραπεύουν οριστικά. Φάρμακα όπως η ουσία ακυκλοβίρη μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο τοπικά όσο από το στόμα και να μειώσουν τη διάρκεια και τη συχνότητα των υποτροπών της ασθένειας. Ωστόσο, για να είναι αποτελεσματικά, πρέπει να ληφθούν από τις πρώτες ημέρες της λοίμωξης.


Χλαμύδια

Τα χλαμύδια είναι μια ομάδα Gram αρνητικών βακτηρίων, τα Chlamydia Τrachomatis. Μεταδίδεται με τη σεξουαλική επαφή. Οι περισσότερες γυναίκες δεν εμφανίζουν συμπτώματα, γεγονός που δυσχεραίνει πολύ τη διάγνωση. Συνήθως παρουσιάζουν υδαρή έκκριση από τον κόλπο και μπορεί να έχουν πόνο χαμηλά στην κοιλιά ιδιαίτερα κατά τη συνουσία. Στις γυναίκες προσβάλει τον τράχηλο της μήτρας, τις σάλπιγγες και το ουροποιητικό σύστημα, προκαλώντας δυσουρία. Ακόμη μπορούν να προσβληθούν τα μάτια, ο φάρυγγας (από στοματική σεξουαλική επαφή), ο πρωκτός (από πρωκτική επαφή) και σε προχωρημένη νόσο που μένει αθεράπευτη μπορούν να προσβληθούν και οι αρθρώσεις. Τα χλαμύδια αποτελούν ένα σύνηθες φαινόμενο σε νέες γυναίκες (18-35 ετών) που εναλλάσσουν ερωτικούς συντρόφους. Εάν η μόλυνση δεν αντιμετωπιστεί θεραπευτικά, ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρή φλεγμονώδη νόσο της πυέλου και προβλήματα στις σάλπιγγες, με κίνδυνο στειρότητας ή  έκτοπης κύησης. Η επικρατέστερη θεραπευτική αγωγή περιλαμβάνει τη χρήση κατάλληλων αντιβιοτικών σκευασμάτων όπως: τετρακυκλίνες, αζιθρομυκίνη, ερυθρομυκίνη ή δοξυκυκλίνη.


Ιογενείς ηπατίτιδες

Ηπατίτιδα Β

Ο ιός της ηπατίτιδας B είναι ένας ιός της κατηγορίας DNA ο οποίος μεταδίδεται με σεξουαλική επαφή χωρίς προφύλαξη, με μετάγγιση αίματος ειδικά εάν το αίμα δεν έχει ελεγχθεί για ηπατίτιδα, ενώ μπορεί να μεταδοθεί από τη μητέρα στο παιδί κατά την διάρκεια του τοκετού. Η οξεία ηπατίτιδα Β περιλαμβάνει συμπτώματα όπως, φλεγμονή του ήπατος, εμετό, ίκτερο και σε σπάνιες περιπτώσεις θάνατο. Η χρόνια ηπατίτιδα Β μπορεί να προκαλέσει κίρρωση του ήπατος καθώς και ηπατικό καρκίνο. Η διάγνωση γίνεται βασικά με την ανίχνευση του αντιγόνου επιφανείας του ιού της ηπατίτιδας Β (HBsAg) στο αίμα. Οι ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα Β με ή χωρίς κίρρωση του ήπατος πρέπει να λαμβάνουν θεραπεία. Τα φάρμακα που υπάρχουν δεν εκριζώνουν πλήρως τον ιό της ηπατίτιδας Β. Ωστόσο εμποδίζουν την εξέλιξη της χρόνιας ηπατίτιδας σε κίρρωση ή/ και ηπατοκυτταρικό καρκίνο. Τα εγκεκριμένα φάρμακα είναι οι ιντερφερόνες και τα νουκλεοτ(σ)ιδικά ανάλογα. Η πρόληψη της ηπατίτιδας Β στηρίζεται στην ενημέρωση και στην ανοσοπροφύλαξη. Η ενημέρωση αφορά την σχολαστική τήρηση των κανόνων υγιεινής από τα άτομα που εκτίθενται επαγγελματικά, την ευαισθητοποίηση των ομάδων υψηλού κινδύνου και τις οδηγίες σεξουαλικής συμπεριφοράς. Η ανοσοπροφύλαξη έναντι της ηπατίτιδας Β διακρίνεται σε ενεργητική και παθητική. Η ενεργητική βασίζεται στον εμβολιασμό. Το εμβόλιο χορηγείται σε τρείς δόσεις. Η δεύτερη γίνεται ένα μήνα μετά την πρώτη και η τρίτη  6 μήνες μετά την πρώτη. Η χορήγηση και των τριών δόσεων με την ανάπτυξη αντισωμάτων σε τίτλο μεγαλύτερο από  10Miu/ml προσφέρει προστασία για 10-15 χρόνια. Το εμβόλιο είναι ασφαλές και δεν εμφανίζει παρενέργειες κατά την χορήγησή του. Η παθητική γίνεται με την χορήγηση υπεράνοσου γ-σφαιρίνης. Χορηγείται σε νεογνά μητέρων με χρόνια ηπατίτιδα Β αμέσως μετά τον τοκετό και σε άτομα που έρχονται σε επαφή με τον ιό και δεν έχουν εμβολιασθεί ( τρύπημα βελόνης, σεξουαλική επαφή). Πρέπει να χορηγείται το συντομότερο δυνατόν μετά από μια τέτοια επαφή πριν την χορήγηση του εμβολίου. Προσφέρει ανοσία σε ποσοστό πάνω από 70-75% για τουλάχιστον 3 μήνες.

Ηπατίτιδα C

Οφείλεται στον το ιό της ηπατίτιδας C (HCV). Είναι μία λοίμωξη που προσβάλλει κυρίως το ήπαρ. Η ηπατίτιδα C συχνά δεν παρουσιάζει κάποια συμπτώματα, ωστόσο η χρόνια λοίμωξη μπορεί να προκαλέσει ουλές στο ήπαρ και να οδηγήσει, μετά από χρόνια, σε κίρρωση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι άνθρωποι που εμφανίζουν κίρρωση, παρουσιάζουν, επίσης, ηπατική ανεπάρκεια και καρκίνο του ήπατος. Σπάνια μεταδίδεται μέσω της σεξουαλικής επαφής. Οι άνθρωποι κολλούν ηπατίτιδα C κυρίως, μέσω της έκθεσης σε αίμα και σε παράγωγα αίματος, εξαιτίας ενδοφλέβιας χρήσης ναρκωτικών, μη αποστειρωμένου ιατρικού εξοπλισμού και μεταγγίσεων αίματος. Η αντιμετώπιση του ιού HCV γίνεται συνήθως με τις ουσίες πεγκιντερφερόνη και ριμπαβιρίνη. Ένα ποσοστό 50-80% των ανθρώπων που ακολουθούν φαρμακευτική αγωγή θεραπεύονται. Οι άνθρωποι που αναπτύσσουν κίρρωση ή καρκίνο του ήπατος είναι πιθανό να χρειαστούν μεταμόσχευση ήπατος. Για την ηπατίτιδα C δεν υπάρχει εμβόλιο.

AIDS

O ιός HIV είναι ο ιός που προκαλεί τη νόσο AIDS (Acquired ImmunoDeficiency Syndrome - Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας). Η εξάπλωση του HIV έχει πάρει το χαρακτήρα πανδημίας, καθώς έχουν πεθάνει από AIDS περίπου 30 εκατομμύρια άτομα, ενώ άλλα 34 υπολογίζεται ότι είναι φορείς. Ο HIV ανήκει στην κατηγορία των ρετροϊών, των ιών δηλαδή που έχουν το RNA ως γενετικό υλικό. Μέχρι στιγμής έχουν αναγνωριστεί δυο είδη του ιού HIV, ο HIV-1 και ο HIV-2. Μεταδίδεται με την σεξουαλική επαφή, επαφή με αίμα – παράγωγα ή άλλα σωματικά υγρά, μολυσμένες βελόνες, καθώς και κατά την εγκυμοσύνη ή τον θηλασμό. Όμως δεν μεταδίδεται με συνηθισμένες επαφές (φιλί, σάλιο, τουαλέτα) από κουνούπια ή πισίνες. Αρχικά τα συμπτώματα μοιάζουν με μια κοινή ιογενή λοίμωξη και αργότερα προστίθενται επίμονη κεφαλαλγία, πυρετός, διάρροια, απώλεια βάρους, νυχτερινοί ιδρώτες και κυρίως λεμφαδενοπάθεια. Η καταστροφή του ανοσοποιητικού συστήματος από τη δράση του ιού σε προχωρημένα στάδια κάνει το άτομο ευάλωτο σε ιούς, μύκητες, βακτήρια και παράσιτα που υπό άλλες συνθήκες δε θα προσέβαλαν τον άνθρωπο ή θα προκαλούσαν πολύ ήπιας μορφής νόσο (ευκαιριακές λοιμώξεις). Επίσης, η έλλειψη επιτήρησης του οργανισμού από το ανοσοποιητικό του σύστημα για νεοπλασίες κάνει συχνή την εμφάνιση κάποιων μορφών καρκίνου, όπως το σάρκωμα Kaposi και το λέμφωμα. Η HIV λοίμωξη σήμερα αντιμετωπίζεται με συνδυασμούς αντιρετροϊικών φαρμάκων, που επιβραδύνουν την πορεία της και την εμφάνιση και εξέλιξη του AIDS, δίνοντας στους ασθενείς που τη λαμβάνουν προσδόκιμο ζωής κοντά σε αυτό του γενικού πληθυσμού, χωρίς ωστόσο να λείπουν οι παρενέργειες. Επίσης, δεν έχει αναπτυχθεί κάποιο προληπτικό εμβόλιο ή μέθοδος πλήρους ίασης της λοίμωξης.

Ιός HPV

Ο HPV (Human papilloma virus, Ιός των ανθρωπίνων θηλωμάτων) είναι ένας DNA ιός που μολύνει το δέρμα και τους βλεννογόνoυς των ανθρώπων και ορισμένων ζώων. Μέχρι στιγμής έχουν απομονωθεί 120 υπότυποι και περίπου οι 40 είναι σεξουαλικά μεταδιδώμενοι. Κάποιες μορφές του HPV μπορούν να προκαλέσουν κονδυλώματα, ενώ κάποιες άλλες μορφές μπορεί να προκαλέσουν μόλυνση, η οποία να επιφέρει προ-καρκινικές δυσπλασίες. Απαιτείται άμεση επαφή με δέρμα ή με βλεννογόνο, των αλλοιώσεων από HPV, για να μεταφερθεί ο ιός. Η απλή όμως μεταφορά του ιού από άτομο σε άτομο δεν είναι συνήθως ικανή να δημιουργήσει φλεγμονή. Πρέπει να υπάρξει τριβή και να προκύψουν μικροτραυματισμοί για να εισχωρήσει ο ιός στο επιθήλιο. Γι’ αυτό, η σεξουαλική επαφή (κολπική ή πρωκτική) αποτελεί τον ευκολότερο τρόπο μετάδοσης για τους HPV. Άλλοι τύποι σεξουαλικής επαφής (τριβή των γεννητικών οργάνων με το χέρι ή μεταξύ τους, στοματο-γεννητική επαφή) είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε φλεγμονή, εφόσον υπάρχουν αμυχές στο επιθήλιο και το ανοσοποιητικό σύστημα δεν λειτουργήσει καλά, θεωρούνται όμως σπανιότεροι τρόποι μετάδοσης. Διάγνωση του HPV γίνεται με το Τεστ Παπανικολάου καθώς και την τυποποίση του ιού με HPV DNA test το οποίο μας αποκαλύπτει τον υπότυπο του ιού καθώς και αν υπαρχεί συνλοίμωξη. Συμπληρωματικά μπορεί να γίνει έλεγχος του τραχήλου με κολποσκόπηση και λήψη βιοψιών αν απαιτηθεί. Πρόσφατα εγκρίθηκε η χρήση δύο εμβολίων (Gardasil και Cervarix) τα οποία αποτρέπουν την μόλυνση από τους πιο επικίνδυνους καρκινογόνους τύπους του HPV. Χορηγούνται δωρεάν σε κορίτσια ηλικίας 12-26 ετών και γίνονται σε 3 δόσεις. Μελέτες έχουν καταδείξει ότι ο συνδυασμός εμβολιασμού και τακτικού προληπτικού ελέγχου με το Τεστ Παπ μπορούν να μειώσουν την εμφάνιση καρκίνου στον τράχηλο της μήτρας κατά 94%. Το προφυλακτικό δεν παρέχει πλήρη προστασία ενάντια στον HPV αλλά μειώνει τις πιθανότητες μετάδοσης του ιού. Ο ιός δεν μπορεί να απομακρυνθεί από τον οργανισμό. Μολύνει τα κύτταρα και παραμένει για πάντα μέσα τους. Όμως οι δυσπλασίες και τα κονδυλώματα μπορούν να αφαιρεθούν. Στις θεραπευτικές μεθόδους περιλαμβάνονται: η τοπική επάλειψη με αντινεοπλασματικά φάρμακα, όπως η ποδοφυλλίνη, η 5-φθοριουρακίλη ή το imiquinod, ο καυτηριασμός ή η εξαίρεση των κονδυλωμάτων με λέιζερ, η κωνοειδής εκτομή των δυσπλασιών του

Οξυτενή κονδυλώματα κόλπου
Ενδοεπιθηλιακή βλάβη τραχήλου μήτρας
Οξυτενή κονδυλώματα κόλπου
Ενδοεπιθηλιακή βλάβη τραχήλου μήτρας